Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Βόλτα στη Ρώμη

Διαδρομή πρώτη... θα ακολουθήσουν κι άλλες.



Καθώς περνάω από δίπλα του, απλώνω το χέρι  μου και χαϊδεύω απαλά τη χαίτη του. Για δευτερόλεπτα, χάνομαι στο ζεστό βλέμμα του αλόγου, ενώ αισθάνομαι ταυτόχρονα ένα σκούντηγμα στον ώμο: «Signora, ανέβα στην άμαξα να σε πάω βόλτα! Θα σου κάνω και καλή τιμή!», με αιφνιδίασε ο αμαξάς.
«No, grazie! Προτιμώ να περπατήσω», του απαντάω.
Πώς να αγαπήσει κανείς αυτήν την πόλη, αν δεν την αισθανθεί να καίγεται στα πέλματά του, πάνω στο πλακόστρωτο;
Η Ρώμη θέλει περπάτημα και...αθλητικά παπούτσια.
Χαιρετάω τον αμαξά και σκέφτομαι πως αν μου καλύψει κανείς τα μάτια με ένα μαντήλι και με αφήσει εδώ που βρίσκομαι τώρα, στην Piazza di Spagna, δεν πρόκειται να χαθώ.
Οι  μυρωδιές και οι ήχοι της πόλης θα με συντροφεύουν σαν πυξίδα, σε κάθε μου βήμα.
Αν είναι χειμώνας, η μυρωδιά από ψημένο κάστανο θα είναι η πρώτη «εισβολή» στην όσφρησή μου. Ναι, πάντα υπάρχει ένας καστανάς στην αρχή της Via dei Condotti.

«Mamma, mamma, voglio un gelato!» θα ξεφωνίσει δίπλα μου μια μικρούλα! Χειμώνα καλοκαίρι, οι Ιταλοί τρώνε παγωτά στους δρόμους.
Τα «ciao», τα «scusi» και τα «permesso», επαναλαμβάνονται σαν ηχώ και από τις συνομιλίες των Ιταλών στο κινητό, θέλοντας και μη, μαθαίνεις τα προσωπικά τους. (Και να μην κατέχεις την ιταλική, οι χειρονομίες και οι μορφασμοί θα σε κατατοπίσουν πλήρως!)
Συνεχίζοντας το περπάτημα, φτάνει στα ρουθούνια μου, μυρωδιά καφέ και στ’αυτιά μου, ήχος από πορσελάνινα φλιτζάνια.

Μα φυσικά...είμαι έξω από το Antico Caffè Greco. Θα κάνω μια στάση για έναν espresso και θα περάσω στη σάλα με το πιάνο και τα φθαρμένα, βελούδινα καναπεδάκια. Θα πιω τον καφέ μου παρέα με τα ανήσυχα πνεύματα των Όσκαρ Ουάιλντ, Γκαίτε, Σταντάλ και άλλων. Τακτικοί θαμώνες, εδώ, κάποτε...

Κοιτάζω το ρολόι. Θέλω να προλάβω το ηλιοβασίλεμα από το λόφο του Pincio. Έχω ακόμα χρόνο και να που λαχτάρησα ένα κομμάτι τάρτας με φρούτα του δάσους. Την είδα στη βιτρίνα, μπαίνοντας.

Βγαίνω από το ιστορικό Caffè και ο θόρυβος της άμαξας στο πλακόστρωτο με ειδοποιεί να κάνω στην άκρη.

"Borse! Occhiali!", φωνάζουν μέσα στ’αυτιά μου, πλανόδιοι πωλητές (οι λεγόμενοι vu’ cumprà) για να πουλήσουν την πραμάτεια τους.

Φτάνοντας στο ύψος της Via del Corso, βλέπω κόσμο να κατευθύνεται ρυθμικά προς την Piazza del Popolo, όπου τρεις καλλιτέχνες έχουν στήσει μια μικρή συναυλία.

Οι πρώτες νότες, με μεταφέρουν πίσω στα φοιτητικά μου χρόνια. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, μπορεί να μην έχει τη φωνή του Vasco Rossi, αλλά οι στίχοι είναι τόσο όμορφοι, που ζωντανεύουν στα χείλη του πλήθους.

Παραμένω στη μικρή συναυλία για λίγα ακόμα λεπτά και μετά, διασχίζοντας την τεράστια πλατεία, τρυπώνω στην Santa Maria del Popolo, απέναντι από τις «δίδυμες» εκκλησίες.

Εκεί μέσα υπάρχει ένας μικρός θησαυρός και δε χορταίνω να τον βλέπω. Πλησιάζω  στο παρεκκλήσι Cerasi και τους βρίσκω εκεί και τους δύο, στη θέση τους. Τους κοιτάζω και έχω την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση πως κάθε φορά υπάρχουν κι άλλες πινελιές.

Ίσως τα βράδια, ο δημιουργός τους, ο Caravaggio, να αιωρείται πάνω από τους πίνακές του και να κάνει διορθώσεις...



Η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου - Caravaggio
Μεταστροφή του Αγίου Παύλου
στο δρόμο για τη Δαμασκό - Caravaggio




















Βγαίνω από την εκκλησία και ανεβαίνω τα σκαλάκια προς το μεγάλο μπαλκόνι του Pincio, με τα λευκά κάγκελα.
Κάθομαι στα μεγάλα πεζούλια και αγναντεύω την όμορφη πόλη. Λίγο πριν τη δύση του ήλιου, ο τρούλος του Αγίου Πέτρου στραφταλίζει και σκορπίζει ολόγυρα το φως του.
Οι άνθρωποι από ψηλά μοιάζουν με μαριονέτες, ανυποψίαστοι για το χέρι που θα κατευθύνει τις κινήσεις τους κι ο ήχος της μπάντας κάνει αντίλαλο, που νομίζεις πως έρχεται από την Villa Borghese.
Βγάζω φωτογραφίες και μου έρχονται ξαφνικά στο μυαλό οι ήρωες ενός αγαπημένου μου συγγραφέα, του Alberto Moravia. Εδώ, σε αυτό το όμορφο μπαλκόνι, τους έβαζε να  περιφέρονται. Ο "Dino" από την "Πλήξη" και ένα σωρό άλλοι.
Καθώς καθάριζα τον φακό της μηχανής, με πλησίασε ένα ζευγάρι τουριστών, με έναν χάρτη στο χέρι.

«Με συγχωρείτε», με ρώτησε ο άντρας, «μήπως γνωρίζετε μια οδό Margutta; Δεν τη βρίσκω στον χάρτη».

(Τι μου θύμιζε, να δεις, αυτό το όνομα...)

«Όχι, λυπάμαι, δεν τη γνωρίζω», τους είπα.

«Δεν πειράζει», μου είπε η γυναίκα. «Έλα, Άλμπερτ, πάμε!», είπε στο σύζυγό της...

Via Margutta, Via Margutta... μα ναι, είπα από μέσα μου. Ήταν ο δρόμος στον οποίο έμενε ο «Dino», ο ήρωας της «Πλήξης», του Alberto Moravia ή μήπως του Albert, που μόλις έφυγε;
Αφέθηκα στη μαγεία αυτής της στιγμής και συνέχισα να φωτογραφίζω.
Ο ήλιος έδυσε...

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Τα ματωμένα χέρια της Tosca

Το παρεκκλήσι του Αγίου Αντρέα σείστηκε από μια εκκωφαντική κανονιά, που ακούστηκε από το φρούριο. Ο Μάριος, αφού σκέπασε προσεκτικά το πορτραίτο της άγνωστης γυναίκας, τοποθέτησε τα νωπά πινέλα σε μια ξύλινη θήκη και ανέβηκε στη σκαλωσιά για να αποτελειώσει μια αγιογραφία.
Το τρίξιμο της πόρτας καλύφθηκε από μια δεύτερη κανονιά και μια αποστεωμένη ανθρώπινη φιγούρα εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του ζωγράφου.
«Μα δε με γνωρίζεις; Είδες πώς με κατήντησε η φυλακή;», του είπε λαχανιασμένος ο άνθρωπος.
«Αντζελότι! Τι σου συνέβη; Το έσκασες από τη φυλακή;», τον ρώτησε αναστατωμένος ο Μάριος.
«Ναι! Απέδρασα από το φρούριο. Για εμένα βαράνε οι κανονιές. Πρέπει να βρω γρήγορα τα γυναικεία ρούχα που μου άφησε κάπου εδώ, εχθές, η αδερφή μου και να κρυφτώ!»
«...ώστε η αδερφή σου ήταν αυτή η γυναίκα που τάχα μου προσευχόταν εχθές με τις ώρες; Η μαρκησία Αταβάντι; Ω! Μα τη ζωγράφισα δίχως να το γνωρίζει. Να και το πορτραίτο της!»

Με μια σχεδόν χορευτική κίνηση, ο Μάριος ξεσκέπασε τον πίνακα και έδειξε στον Αντζελότι την αδερφή του.
Τη συζήτησή τους, διέκοψε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή έξω από το παρεκκλήσι. Η φωνή της Τόσκα, της αγαπημένης του Μάριου.
«Κρύψου, Αντζελότι! Ας μη μάθει κανείς ότι είσαι εδώ! Πήγαινε γρήγορα στο σπίτι μου και κρύψου στον κήπο μου! Να μη σε δει κανείς, πρόσεχε!», του είπε βιαστικά.
Ο Αντζελότι βρήκε τα γυναικεία ρούχα, τα πήρε μαζί του κι έφυγε.
Η Τόσκα μπήκε στο παρεκκλήσι κι αγκάλιασε τον αγαπημένο της. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν από αγάπη.

«Με ποιον μιλούσες φως μου; Μου φάνηκε ότι άκουσα ομιλίες πριν μπω μέσα...ήταν κάποια γυναίκα εδώ;», τον ρώτησε, με έκδηλη την αθεράπευτη ζήλεια της.

Ο Μάριος, είχε σχεδόν καταφέρει να την καθησυχάσει, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στο πορτραίτο της μαρκησίας.
«Ποια είναι αυτή; Η μαρκησία Αταβάντι; Τι δουλειά είχε εδώ; Ώστε αυτή ήταν μαζί σου, πριν λίγο, ε; Ομολόγησε!», φώναξε έξαλλη η Τόσκα.
«Μα είναι η Μαγδαληνή, θησαυρέ μου! Τι λόγια είναι αυτά; Πώς να συλλογιστώ εγώ άλλη γυναίκα εκτός από εσένα;», προσπάθησε ξανά να την ηρεμήσει.
«Έχει η Μαγδαληνή γαλάζια μάτια; Να της τα κάνεις μαύρα, σαν τα δικά μου!»
Ο Μάριος χαμογέλασε και αφού την ηρέμησε ξανά, της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να την πάρει από το θέατρο, όπου τραγουδούσε και να πήγαιναν σπίτι του.
«Και να της κάνεις μαύρα τα μάτια!», ξαναφώναξε φεύγοντας. «Μαύρα!»
Ο Μάριος έκανε κάποιες τελευταίες διορθώσεις στο έργο του και ξεκίνησε για το σπίτι του.

Στο παρεκκλήσι εισέβαλε λίγο αργότερα ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σκάρπια, με τους φρουρούς του. Είχε υποψιαστεί ότι ο Αντζελότι θα έβρισκε καταφύγιο κοντά στον Μάριο, ως οπαδός του Βοναπάρτη κι αυτός.
Άρχισαν να ερευνούν τον χώρο και το μάτι του έπεσε σε μια βεντάλια, πεταμένη στο πάτωμα. Πάνω της, είχε το οικόσημο των Αταβάντι.
Την είχε αφήσει η μαρκησία στον αδερφό της, ανάμεσα στα γυναικεία ρούχα, αλλά φαίνεται ότι πάνω στη βιασύνη του να φύγει, του έπεσε κάτω.
Η Τόσκα, ξαναγύριζε εκείνη τη στιγμή στο παρεκκλήσι για να ενημερώσει τον Μάριο ότι τα σχέδιά τους θα αναβάλλονταν εκείνο το βράδυ, διότι την είχαν καλέσει εκτάκτως να τραγουδήσει μέχρι αργά στο Παλάτι Φαρνέζε.
Το ξάφνιασμά της μεγάλο, όταν αντικρίζει μέσα στο παρεκκλήσι τον Σκάρπια, με μια βεντάλια στο χέρι.
Ο αρχηγός της αστυνομίας, γοητευμένος από την παρουσία της Τόσκα, έχει ένα σχέδιο για να απολαύσει έστω μια νύχτα μαζί της.

Αφήνει υπονοούμενα ότι ο Μάριος την πρόδωσε με τη μαρκησία Αταβάντι και της παρουσιάζει ως αποδεικτικό στοιχείο τη βεντάλια με το οικόσημό της, καθώς και το πορτραίτο της. Την πείθει ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα και καθώς εκείνη φεύγει έξαλλη με τα δάκρυα να καίνε τα μάγουλά της, ο Σκάρπια, δίνει εντολές στους φρουρούς να την ακολουθήσουν.
Ο Μάριος συλλαμβάνεται και ανακρίνεται για την απόδραση του Αντζελότι, αλλά δεν προδίδει τον φίλο του.
Ο Σκάρπια αναγκάζεται να πιέσει κι άλλο την κατάσταση και μετά το τέλος της παράστασης στο παλάτι Φαρνέζε, διατάζει να του φέρουν την Τόσκα, ενώ στο διπλανό δωμάτιο ακούγονται τα ουρλιαχτά του Μάριου από τα βασανιστήρια που του κάνουν για να ομολογήσει.
Η Τόσκα, μην αντέχοντας να ακούει τις φωνές του αγαπημένου της, αποκαλύπτει την κρυψώνα του Αντζελότι, στο πηγάδι του κήπου του Μάριου. Σπεύδουν εκεί φρουροί για να τον συλλάβουν, αλλά ο Αντζελότι αυτοκτονεί ώστε να μην πέσει στα χέρια τους.

Καθώς οδηγούν τον Μάριο μέσα σε μια λίμνη αίματος μπροστά στην Τόσκα, ύστερα από δική της παράκληση, ένας φρουρός ανακοινώνει στον Σκάρπια τη νίκη του Βοναπάρτη. Ο Μάριος δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του και αρχίζει να ζητωκραυγάζει μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας.
Η οργή του Σκάρπια ξεχειλίζει και διατάζει να τον φυλακίσουν και να τον θανατώσουν το επόμενο πρωί, ώστε να τιμωρηθεί για την αλαζονεία που επέδειξε ενώπιόν του.
Η Τόσκα, συντετριμμένη, τον ικετεύει να τον αφήσουν ελεύθερο.
«Ώστε, έτσι με ανταμείβεις, Θεέ μου; Εμένα, που έζησα για την Τέχνη και την Αγάπη, έτσι με ανταμείβεις;», μονολογεί αποκαρδιωμένη η όμορφη γυναίκα.
Αναγκάζεται να υποκύψει στην ανήθικη συμφωνία του Σκάρπια. Να γίνει δική του για ένα βράδυ και εκείνος θα φροντίσει να πυροβολήσουν τον αγαπημένο της με άσφαιρα τουφέκια. Δε θα πρέπει όμως κανένας να μάθει για αυτήν την εικονική δολοφονία και γι’αυτόν το λόγο θα πρέπει να φύγουν κρυφά από τον τόπο τους, για πάντα. Να εξοριστούν. Εκείνη ζητάει και μια έγγραφη άδεια για να μπορέσουν να περάσουν τα σύνορα. Όση ώρα εκείνος γράφει την άδεια, το βλέμμα της Τόσκα πέφτει πάνω σε ένα στιλέτο, στο γραφείο του...

Ο Μάριος, που δε γνωρίζει τίποτα για τη συμφωνία της Τόσκα, ζητάει από τον φρουρό άδεια για να γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην αγαπημένη του, πριν χαράξει. Πριν θανατωθεί. Δεν τα καταφέρνει, όμως. Αναπολεί τον καιρό που έλαμπαν τα αστέρια και μοσχοβολούσε η γη από τα γλυκά της φιλιά... Η πένα γέρνει στα δάχτυλά του.
Ακούγονται τα βήματα του φρουρού. Συνοδεύει την Τόσκα στο κελί του Μάριου, για να αποχαιρετίσει τον μελλοθάνατο.
Η Τόσκα του ψιθυρίζει χαμηλόφωνα το σχέδιο και του δείχνει την άδεια εξόδου από τα σύνορα.
«Θα πέσεις κάτω με την πρώτη τουφεκιά, έτσι; Όπως είπαμε! Θέλω να το κάνεις πολύ θεατρικά! Και δε θα σηκωθείς, παρά μόνο όταν έρθω κοντά σου. Μόνο ο έμπιστος του Σκάρπια γνωρίζει για τα άσφαιρα τουφέκια!», του είπε ενθουσιασμένη.
Έπειτα, τον κοίταξε στα μάτια, του έπιασε τα χέρια και του είπε: «Μου ζητούσε το αίμα σου ή τον έρωτά μου, αυτός ο σάτυρος...», κόμπιασε η Τόσκα. «Εγώ, όμως, είδα να λαμποκοπάει ένα στιλέτο πάνω στο γραφείο...και του το έμπηξα στην καρδιά...», συνέχισε με φωνή τρεμάμενη.
«Πώς;; Αυτά τα ευλαβικά κι αγνά χεράκια, σπιλώθηκαν με αίμα; Αυτά τα χέρια που χαϊδεύουν παιδιά και μαζεύουν ρόδα, έδωσαν το θάνατο;», αναφώνησε τρομαγμένος ο Μάριος.

Ο φρουρός ειδοποίησε να συντομεύουν κι η Τόσκα του ξαναθύμισε. «Κι όπως είπαμε! Θα πέσεις κάτω με την πρώτη τουφεκιά!»
Χάραξε. Ο δεσμοφύλακας οδηγεί τον Μάριο κοντά στον τοίχο. Η Τόσκα, χαμογελάει, κρυφοκοιτάζει και ανυπομονεί για το ταξίδι τους. Για την ελευθερία τους. Ακούγονται πυροβολισμοί. Ο Μάριος πέφτει κάτω και οι φρουροί φεύγουν. Η Τόσκα περιμένει λίγο, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά και μετά τρέχει κοντά του.
«Σήκω, αγάπη μου, μας περιμένει η άμαξα! Σήκω να φύγουμε!», τον σκουντάει πεσμένη από πάνω του. Τον σκουντάει ξανά. Ξανά. Ο Μάριος δεν κινείται. Τα τουφέκια δεν ήταν άσφαιρα. Ο Μάριος είναι νεκρός και το ουρλιαχτό της Τόσκα σχίζει τους ουρανούς.
Μαθεύεται και η δολοφονία του Σκάρπια και οι φρουροί ορμάνε πάνω στη γυναίκα. Δεν καταφέρνουν να τη συλλάβουν. Ανεβαίνει στις πολεμίστρες και αφήνει το σώμα της να αιωρηθεί στο κενό.

Η άδεια εξόδου, σαν άψυχη πεταλούδα, στροβιλίζεται στον αέρα και προσγειώνεται απαλά στο ασάλευτο πια γυναικείο σώμα.


Vissi d'arte
Έζησα για την Τέχνη, έζησα για την Αγάπη,
ζώσα ψυχή, ποτέ μου δεν έβλαψα!
Σε όσες δυστυχίες συνάντησα,
κρυφά άπλωσα το χέρι μου.
Με ατόφια, πάντα, πίστη
στις άγιες εικόνες,
η προσευχή μου αναδύθηκε.
Με ατόφια, πάντα, πίστη
στην Αγία Τράπεζα,
έφερνα λουλούδια.
Την ώρα του πόνου,
γιατί, γιατί, Κύριε,
γιατί με ανταμείβεις μ’αυτόν τον τρόπο;
Κοσμήματα έφερα
για τον χιτώνα της Παναγίας
και το τραγούδι μου προσέφερα
στ’αστέρια και στον ουρανό,
που πιο όμορφα γελούσαν.
Την ώρα του πόνου,
γιατί, γιατί Κύριε,
αχ, γιατί με ανταμείβεις μ’αυτόν τον τρόπο;





E lucevan le stelle
Και έλαμπαν τ’αστέρια
και μοσχοβολούσε η γη.
Η πόρτα του κήπου έτριξε
κι ένα ανάλαφρο βήμα
σύρθηκε στην άμμο.
Ήταν εκείνη, που έμπαινε
μέσα, όλο φρεσκάδα
κι έπεφτε στην αγκαλιά μου.
Τα γλυκά της φιλιά,
τα ερωτικά χάδια
κι εγώ, τρέμοντας,
έλυνα το πέπλο της,
αποκαλύπτοντας την ομορφιά της!
Χάθηκε για πάντα το όνειρο της αγάπης μου.
Ξεγλίστρησε η ώρα
κι εγώ πεθαίνω απεγνωσμένος.
Ποτέ, μέχρι τώρα, δεν αγάπησα τόσο πολύ τη ζωή...







Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Πέρα από τον φράχτη


Το αχνό φως των κεριών ξεγλιστρούσε τρεμάμενο κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας και τα βελούδινα παντοφλάκια της Παολίνας, φαίνονταν λίγο μεγαλύτερα, στο ημίφως.
Πηγαίνοντας προς την κάμαρή της, κοντοστάθηκε έξω από το δωμάτιο της βιβλιοθήκης και μισάνοιξε την πόρτα.
Σκυμμένος πάνω από τόμους βιβλίων, ο αδερφός της ο Τζάκομο, ούτε που αντιλήφθηκε την παρουσία της.
Η Παολίνα ανησυχούσε για την υγεία του. Κλεισμένος για μέρες, μήνες, χρόνια, στη βιβλιοθήκη του πατέρα τους, έδειχνε αποκομμένος από όλους κι απ’όλα.
Σαν να πάσχιζε να αναπληρώσει τα χρόνια που πέρασε κοντά στους δύο ιερωμένους δασκάλους του.
Σαν να αγωνιούσε να ξεφύγει από την πληκτική του ζωή στο χωριό, αλλά και στο σπίτι.
Το σπίτι του Τζάκομο Λεοπάρντι
Τα βιβλία τού προσέφεραν τη ζεστασιά και τη συντροφιά, που ουδέποτε δέχτηκε από την ψυχρή κι αυταρχική μητέρα του, ή τον αντιδραστικό και – δέσμιο των προκαταλήψεών του – πατέρα του.
Είχε, σχεδόν, χάσει την όρασή του από το ένα μάτι κι η σπονδυλική του στήλη είχε παραμορφωθεί.
Η βεβαρημένη φυσική του κατάσταση, τον τύλιγε σε σκοτεινά μονοπάτια μοναξιάς και τον κατέθλιβε το γεγονός πως σύντομα δε θα μπορούσε πια να διαβάζει.

«Θα φύγω από το σπίτι, Παολίνα», εκμυστηρεύτηκε ένα απόγευμα στην αγαπημένη του αδερφή. «Δε βαστάω άλλο εδώ, στο Ρεκανάτι. Πνίγομαι...πνίγομαι», της είπε χαμηλόφωνα.
Ήταν εικοσιτεσσάρων ετών, όταν προσπάθησε να το σκάσει από το σπίτι, αλλά ο πατέρας του, τον πρόφτασε και τον ξανάφερε πίσω. Τότε ήταν που χειροτέρεψε και η σχέση τους.

Η βιβλιοθήκη του Λεοπάρντι
Ένα απόγευμα, η Παολίνα, τον βρήκε να κάθεται στον αγαπημένο του λόφο.
Η υγρασία δεν του έκανε καθόλου καλό, αλλά έδειχνε τόσο ήρεμος και βυθισμένος στις σκέψεις του, που ο πόνος στη σπονδυλική του στήλη, μάλλον είχε σιγάσει μπροστά στην απεραντοσύνη του τοπίου.
Το βλέμμα του, έπεφτε πότε στον φράχτη που υπήρχε μπροστά του, πότε πέρα από αυτόν.
Η σιωπή ολόγυρά του, τον έπνιγε και τον ανάσταινε ταυτόχρονα. Χαμογελούσε και συννέφιαζε την ίδια στιγμή.
Επέστρεψε, σχεδόν κουτσαίνοντας, στη βιβλιοθήκη και η πρώτη σκέψη του, είχε ήδη σχηματιστεί με μελάνι. «Το άπειρο...».


Το άπειρο  - Τζάκομο Λεοπάρντι

Πάντα αγαπούσα αυτόν τον έρημο λόφο
κι αυτόν τον φράχτη,
που σχεδόν κρύβει τον ορίζοντα από το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι κι αγναντεύω τους αχανείς χώρους, εκεί έξω,
τις υπερκόσμιες σιωπές και τη βαθιά ησυχία,
βυθίζομαι σε σκέψεις κι ο φόβος αγγίζει την καρδιά μου.
Κι όπως φτάνει στ'αυτιά μου, το θρόισμα του αγέρα μέσα από τα φυλλώματα,
μ'αυτόν τον ήχο, συγκρίνω τούτη την ατέρμονη σιωπή: κι έρχεται στο μυαλό μου
το άπειρο
κι οι νεκρές εποχές
και η τωρινή που ζει
κι ο ήχος της.
Έτσι, στην απεραντοσύνη αυτή, πνίγεται η σκέψη μου: και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα.


L'infinito - Giacomo Leopardi




Ο λόφος κι ο φράχτης
Sempre caro mi fu quest’ermo colle,
E questa siepe, che da tanta parte
Dell’ultimo orizzonte il guardo esclude.     
Ma sedendo e rimirando, interminati
Spazi di là da quella, e sovrumani
Silenzi, e profondissima quiete
Io nel pensier mi fingo, ove per poco
Il cor non si spaura. E come il vento
Odo stormir tra queste piante, io quello
Infinito silenzio a questa voce
Vo comparando: e mi sovvien l’eterno,
E le morte stagioni, e la presente
E viva, e il suon di lei. Così tra questa
Immensità s’annega il pensier mio:
E il naufragar m’è dolce in questo mare.