Το
παρεκκλήσι του Αγίου Αντρέα σείστηκε από μια εκκωφαντική κανονιά, που ακούστηκε
από το φρούριο. Ο Μάριος, αφού σκέπασε προσεκτικά το πορτραίτο της άγνωστης
γυναίκας, τοποθέτησε τα νωπά πινέλα σε μια ξύλινη θήκη και ανέβηκε στη
σκαλωσιά για να αποτελειώσει μια αγιογραφία.
Το
τρίξιμο της πόρτας καλύφθηκε από μια δεύτερη κανονιά και μια αποστεωμένη
ανθρώπινη φιγούρα εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του ζωγράφου.
«Μα
δε με γνωρίζεις; Είδες πώς με κατήντησε η φυλακή;», του είπε λαχανιασμένος ο
άνθρωπος.
«Αντζελότι!
Τι σου συνέβη; Το έσκασες από τη φυλακή;», τον ρώτησε αναστατωμένος ο Μάριος.
«Ναι!
Απέδρασα από το φρούριο. Για εμένα βαράνε οι κανονιές. Πρέπει να βρω γρήγορα τα
γυναικεία ρούχα που μου άφησε κάπου εδώ, εχθές, η αδερφή μου και να κρυφτώ!»
«...ώστε
η αδερφή σου ήταν αυτή η γυναίκα που τάχα μου προσευχόταν εχθές με τις ώρες; Η
μαρκησία Αταβάντι; Ω! Μα τη ζωγράφισα δίχως να το γνωρίζει. Να και το πορτραίτο
της!»
Με
μια σχεδόν χορευτική κίνηση, ο Μάριος ξεσκέπασε τον πίνακα και έδειξε στον
Αντζελότι την αδερφή του.
Τη
συζήτησή τους, διέκοψε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή έξω από το παρεκκλήσι. Η φωνή
της Τόσκα, της αγαπημένης του Μάριου.
«Κρύψου,
Αντζελότι! Ας μη μάθει κανείς ότι είσαι εδώ! Πήγαινε γρήγορα στο σπίτι μου και
κρύψου στον κήπο μου! Να μη σε δει κανείς, πρόσεχε!», του είπε βιαστικά.
Ο
Αντζελότι βρήκε τα γυναικεία ρούχα, τα πήρε μαζί του κι έφυγε.
Η
Τόσκα μπήκε στο παρεκκλήσι κι αγκάλιασε τον αγαπημένο της. Τα μαύρα της μάτια
έλαμπαν από αγάπη.
«Με
ποιον μιλούσες φως μου; Μου φάνηκε ότι άκουσα ομιλίες πριν μπω μέσα...ήταν
κάποια γυναίκα εδώ;», τον ρώτησε, με έκδηλη την αθεράπευτη ζήλεια της.
Ο
Μάριος, είχε σχεδόν καταφέρει να την καθησυχάσει, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε
στο πορτραίτο της μαρκησίας.
«Ποια
είναι αυτή; Η μαρκησία Αταβάντι; Τι δουλειά είχε εδώ; Ώστε αυτή ήταν μαζί σου,
πριν λίγο, ε; Ομολόγησε!», φώναξε έξαλλη η Τόσκα.
«Μα
είναι η Μαγδαληνή, θησαυρέ μου! Τι λόγια είναι αυτά; Πώς να συλλογιστώ εγώ άλλη
γυναίκα εκτός από εσένα;», προσπάθησε ξανά να την ηρεμήσει.
«Έχει
η Μαγδαληνή γαλάζια μάτια; Να της τα κάνεις μαύρα, σαν τα δικά μου!»
Ο
Μάριος χαμογέλασε και αφού την ηρέμησε ξανά, της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να την
πάρει από το θέατρο, όπου τραγουδούσε και να πήγαιναν σπίτι του.
«Και
να της κάνεις μαύρα τα μάτια!», ξαναφώναξε φεύγοντας. «Μαύρα!»
Ο
Μάριος έκανε κάποιες τελευταίες διορθώσεις στο έργο του και ξεκίνησε για το
σπίτι του.
Στο
παρεκκλήσι εισέβαλε λίγο αργότερα ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σκάρπια, με τους
φρουρούς του. Είχε υποψιαστεί ότι ο Αντζελότι θα έβρισκε καταφύγιο κοντά στον
Μάριο, ως οπαδός του Βοναπάρτη κι αυτός.
Άρχισαν
να ερευνούν τον χώρο και το μάτι του έπεσε σε μια βεντάλια, πεταμένη στο
πάτωμα. Πάνω της, είχε το οικόσημο των Αταβάντι.
Την
είχε αφήσει η μαρκησία στον αδερφό της, ανάμεσα στα γυναικεία ρούχα, αλλά
φαίνεται ότι πάνω στη βιασύνη του να φύγει, του έπεσε κάτω.
Η
Τόσκα, ξαναγύριζε εκείνη τη στιγμή στο παρεκκλήσι για να ενημερώσει τον Μάριο
ότι τα σχέδιά τους θα αναβάλλονταν εκείνο το βράδυ, διότι την είχαν καλέσει
εκτάκτως να τραγουδήσει μέχρι αργά στο Παλάτι Φαρνέζε.
Το
ξάφνιασμά της μεγάλο, όταν αντικρίζει μέσα στο παρεκκλήσι τον Σκάρπια, με μια
βεντάλια στο χέρι.
Ο
αρχηγός της αστυνομίας, γοητευμένος από την παρουσία της Τόσκα, έχει ένα σχέδιο
για να απολαύσει έστω μια νύχτα μαζί της.
Αφήνει
υπονοούμενα ότι ο Μάριος την πρόδωσε με τη μαρκησία Αταβάντι και της
παρουσιάζει ως αποδεικτικό στοιχείο τη βεντάλια με το οικόσημό της, καθώς και
το πορτραίτο της. Την πείθει ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα και καθώς
εκείνη φεύγει έξαλλη με τα δάκρυα να καίνε τα μάγουλά της, ο Σκάρπια, δίνει
εντολές στους φρουρούς να την ακολουθήσουν.
Ο
Μάριος συλλαμβάνεται και ανακρίνεται για την απόδραση του Αντζελότι, αλλά δεν
προδίδει τον φίλο του.
Ο
Σκάρπια αναγκάζεται να πιέσει κι άλλο την κατάσταση και μετά το τέλος της
παράστασης στο παλάτι Φαρνέζε, διατάζει να του φέρουν την Τόσκα, ενώ στο
διπλανό δωμάτιο ακούγονται τα ουρλιαχτά του Μάριου από τα βασανιστήρια που του
κάνουν για να ομολογήσει.
Η
Τόσκα, μην αντέχοντας να ακούει τις φωνές του αγαπημένου της, αποκαλύπτει την
κρυψώνα του Αντζελότι, στο πηγάδι του κήπου του Μάριου. Σπεύδουν εκεί φρουροί
για να τον συλλάβουν, αλλά ο Αντζελότι αυτοκτονεί ώστε να μην πέσει στα χέρια
τους.
Καθώς
οδηγούν τον Μάριο μέσα σε μια λίμνη αίματος μπροστά στην Τόσκα, ύστερα από δική
της παράκληση, ένας φρουρός ανακοινώνει στον Σκάρπια τη νίκη του Βοναπάρτη. Ο
Μάριος δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του και αρχίζει να ζητωκραυγάζει μπροστά
στον αρχηγό της αστυνομίας.
Η
οργή του Σκάρπια ξεχειλίζει και διατάζει να τον φυλακίσουν και να τον
θανατώσουν το επόμενο πρωί, ώστε να τιμωρηθεί για την αλαζονεία που επέδειξε
ενώπιόν του.
Η
Τόσκα, συντετριμμένη, τον ικετεύει να τον αφήσουν ελεύθερο.
«Ώστε,
έτσι με ανταμείβεις, Θεέ μου; Εμένα, που έζησα για την Τέχνη και την Αγάπη,
έτσι με ανταμείβεις;», μονολογεί αποκαρδιωμένη η όμορφη γυναίκα.
Αναγκάζεται
να υποκύψει στην ανήθικη συμφωνία του Σκάρπια. Να γίνει δική του για ένα βράδυ
και εκείνος θα φροντίσει να πυροβολήσουν τον αγαπημένο της με άσφαιρα τουφέκια.
Δε θα πρέπει όμως κανένας να μάθει για αυτήν την εικονική δολοφονία και
γι’αυτόν το λόγο θα πρέπει να φύγουν κρυφά από τον τόπο τους, για πάντα. Να
εξοριστούν. Εκείνη ζητάει και μια έγγραφη άδεια για να μπορέσουν να περάσουν τα
σύνορα. Όση ώρα εκείνος γράφει την άδεια, το βλέμμα της Τόσκα πέφτει πάνω σε
ένα στιλέτο, στο γραφείο του...
Ο
Μάριος, που δε γνωρίζει τίποτα για τη συμφωνία της Τόσκα, ζητάει από τον φρουρό
άδεια για να γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην αγαπημένη του, πριν
χαράξει. Πριν θανατωθεί. Δεν τα καταφέρνει, όμως. Αναπολεί τον καιρό που
έλαμπαν τα αστέρια και μοσχοβολούσε η γη από τα γλυκά της φιλιά... Η πένα
γέρνει στα δάχτυλά του.
Ακούγονται
τα βήματα του φρουρού. Συνοδεύει την Τόσκα στο κελί του Μάριου, για να
αποχαιρετίσει τον μελλοθάνατο.
Η
Τόσκα του ψιθυρίζει χαμηλόφωνα το σχέδιο και του δείχνει την άδεια εξόδου από
τα σύνορα.
«Θα
πέσεις κάτω με την πρώτη τουφεκιά, έτσι; Όπως είπαμε! Θέλω να το κάνεις πολύ
θεατρικά! Και δε θα σηκωθείς, παρά μόνο όταν έρθω κοντά σου. Μόνο ο έμπιστος
του Σκάρπια γνωρίζει για τα άσφαιρα τουφέκια!», του είπε ενθουσιασμένη.
Έπειτα,
τον κοίταξε στα μάτια, του έπιασε τα χέρια και του είπε: «Μου ζητούσε το αίμα
σου ή τον έρωτά μου, αυτός ο σάτυρος...», κόμπιασε η Τόσκα. «Εγώ, όμως, είδα να
λαμποκοπάει ένα στιλέτο πάνω στο γραφείο...και του το έμπηξα στην καρδιά...»,
συνέχισε με φωνή τρεμάμενη.
«Πώς;;
Αυτά τα ευλαβικά κι αγνά χεράκια, σπιλώθηκαν με αίμα; Αυτά τα χέρια που
χαϊδεύουν παιδιά και μαζεύουν ρόδα, έδωσαν το θάνατο;», αναφώνησε τρομαγμένος ο
Μάριος.
Ο
φρουρός ειδοποίησε να συντομεύουν κι η Τόσκα του ξαναθύμισε. «Κι όπως είπαμε!
Θα πέσεις κάτω με την πρώτη τουφεκιά!»
Χάραξε.
Ο δεσμοφύλακας οδηγεί τον Μάριο κοντά στον τοίχο. Η Τόσκα, χαμογελάει,
κρυφοκοιτάζει και ανυπομονεί για το ταξίδι τους. Για την ελευθερία τους.
Ακούγονται πυροβολισμοί. Ο Μάριος πέφτει κάτω και οι φρουροί φεύγουν. Η Τόσκα
περιμένει λίγο, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά και μετά τρέχει κοντά του.
«Σήκω,
αγάπη μου, μας περιμένει η άμαξα! Σήκω να φύγουμε!», τον σκουντάει πεσμένη από
πάνω του. Τον σκουντάει ξανά. Ξανά. Ο Μάριος δεν κινείται. Τα τουφέκια δεν ήταν
άσφαιρα. Ο Μάριος είναι νεκρός και το ουρλιαχτό της Τόσκα σχίζει τους ουρανούς.
Μαθεύεται
και η δολοφονία του Σκάρπια και οι φρουροί ορμάνε πάνω στη γυναίκα. Δεν
καταφέρνουν να τη συλλάβουν. Ανεβαίνει στις πολεμίστρες και αφήνει το σώμα της
να αιωρηθεί στο κενό.
Η
άδεια εξόδου, σαν άψυχη πεταλούδα, στροβιλίζεται στον αέρα και προσγειώνεται
απαλά στο ασάλευτο πια γυναικείο σώμα.
Vissi d'arte
Έζησα για την Τέχνη, έζησα
για την Αγάπη,
ζώσα ψυχή, ποτέ μου δεν
έβλαψα!
Σε όσες δυστυχίες συνάντησα,
κρυφά άπλωσα το χέρι μου.
Με ατόφια, πάντα, πίστη
στις άγιες εικόνες,
η προσευχή μου αναδύθηκε.
Με ατόφια, πάντα, πίστη
στην Αγία Τράπεζα,
έφερνα λουλούδια.
Την ώρα του πόνου,
γιατί, γιατί, Κύριε,
γιατί με ανταμείβεις μ’αυτόν
τον τρόπο;
Κοσμήματα έφερα
για τον χιτώνα της Παναγίας
και το τραγούδι μου προσέφερα
στ’αστέρια και στον ουρανό,
που πιο όμορφα γελούσαν.
Την ώρα του πόνου,
γιατί, γιατί Κύριε,
αχ, γιατί με ανταμείβεις
μ’αυτόν τον τρόπο;
E lucevan le stelle
Και έλαμπαν τ’αστέρια
και μοσχοβολούσε η γη.
Η πόρτα του κήπου έτριξε
κι ένα ανάλαφρο βήμα
σύρθηκε στην άμμο.
Ήταν εκείνη, που έμπαινε
μέσα, όλο φρεσκάδα
κι έπεφτε στην αγκαλιά μου.
Τα γλυκά της φιλιά,
τα ερωτικά χάδια
κι εγώ, τρέμοντας,
έλυνα το πέπλο της,
αποκαλύπτοντας την ομορφιά
της!
Χάθηκε για πάντα το όνειρο
της αγάπης μου.
Ξεγλίστρησε η ώρα
κι εγώ πεθαίνω απεγνωσμένος.
Ποτέ, μέχρι τώρα, δεν αγάπησα
τόσο πολύ τη ζωή...