Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Trastevere

 
 
Εκείνο το φθινόπωρο, κρυμμένο στα στενά, μεσαιωνικά δρομάκια του Τραστέβερε, δεν έλεγε να ξεμυτίσει.
Το χαρακτηριστικό χρώμα των σπιτιών, ξεγελούσε τους περαστικούς, κάνοντάς τους να πιστεύουν πως ο ήλιος έδυε ακατάπαυστα στην όμορφη γειτονιά της Ρώμης.
Οι αχτίδες του καυτού ήλιου, τρύπωναν στα φρεσκοαπλωμένα ρούχα και έβρισκαν σθεναρή αντίσταση στους κισσούς και στα λουλούδια, που λικνίζονταν σαν μπαλαρίνες από τον έναν τοίχο στον άλλον.
Η Νάντια έβγαλε τη ζακέτα που είχε ρίξει πάνω της το πρωί και μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά, στερεώνοντάς τα με ένα μολύβι. Είχε ιδρώσει.
Τόσα χρόνια να ταξιδεύει στην Ιταλία και να μην την έχουν οδηγήσει ποτέ τα βήματά της σ’αυτήν τη γραφική συνοικία...
‘Εβγαλε το χάρτη από το σακίδιό της και αφού άφησε πίσω της την πολύβουη Viale di Trastevere, βρέθηκε να περπατάει στο γραφικό δρομάκι της Via della Lungaretta. Το βλέμμα της άρχισε να περιπλανιέται αχόρταγα στα ανθισμένα μπαλκόνια των σπιτιών και στα όμορφα ταβερνάκια που συναντούσε σε κάθε γωνιά.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να βγάλει τη φωτογραφική μηχανή ή τα πινέλα της. Αλλά και πάλι... Τι να πρωτοφωτογραφίσει και τι να πρωτοζωγραφίσει. Σε κάθε της βήμα, άλλος πίνακας ζωγραφικής, άλλο σκηνικό.
Γλαστράκια με κυκλάμινα στα μικρά μπαλκονάκια. Μπιγόνιες, βερόνικες και μποκαμβίλιες έξω από κάθε πόρτα. Με λίγη φαντασία, έπαιρναν το σχήμα ανθρώπινων χεριών, που καλωσόριζαν τον επισκέπτη.
Τα φαναράκια στους τοίχους, διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν επόμενες ζωές, σαν δεύτερες ευκαιρίες. Κρίμα που δε θα έμενε μέχρι το βράδυ για να τα δει να φωτίζουν σαν ψυχές.
Παραθυρόφυλλα μισάνοιχτα, κλειστά και ορθάνοιχτα, να σε κάνουν να θέλεις να σταθείς από μέσα, για να δεις τη ζωή μέσα από αυτά.
Πώς να φαίνεται η Νάντια από ψηλά; Μια αλλοπαρμένη τουρίστρια που περπατάει κοιτάζοντας προς τα πάνω και σκοντάφτοντας χαμηλά; ‘Η μια γυναίκα που δεν ξέρει ακόμα πού θα τη βγάλουν και σήμερα τα βήματά της; Αυτή η πόλη τη μαγεύει και την οδηγεί.
‘Οποιος, λοιπόν, την κοιτάζει από ψηλά, δε θα βλέπει τα αόρατα νήματα από πάνω της, να την κατευθύνουν...
Φτάνοντας στην Piazza di Santa Maria και στο ωραίο συντριβάνι στο κέντρο της πλατείας, κάνει μια στάση στο μπαρ δίπλα στο φαρμακείο και παίρνει έναν εσπρέσο. Στα σκαλιά γύρω από το συντριβάνι, έχει καθίσει πολύς κόσμος και απολαμβάνει έναν μουσικό που παίζει ακορντεόν. Οι λιγότερο ντροπαλοί χορεύουν.
Η Νάντια βγάζει τα σύνεργα της ζωγραφικής από το σακίδιό της και κάθεται απέναντι από την εκκλησία της Santa Maria.
Δεν περνάνε δέκα λεπτά και ένας περίεργος τύπος με ασυνήθιστα ρούχα, πλησιάζει στο καβαλέτο της και την επιπλήττει με περισσό θράσος για τις «βιαστικές πινελιές» της.
«Να πας στη Villa Farnesina, στη Στοά του ‘Ερωτα και της Ψυχής, για να καταλάβεις τι σημαίνει ζωγραφική...» της λέει σχεδόν στο αυτί, ο μυστηριώδης περαστικός και φεύγει από κοντά της.
Η αποκαρδιωμένη ζωγράφος δεν καταφέρνει να ψελλίσει λέξη και μαζεύει ντροπιασμένη το «έργο» της.
«Είχε δίκιο» είπε από μέσα της. «Η ζωγραφική δε θέλει βιασύνη».
Φορτώνει το σακίδιο στην πλάτη της και κατευθύνεται προς τη Villa Farnesina. Θα πήγαινε ούτως ή άλλως, αλλά ο μυστηριώδης περαστικός τη δελέασε περισσότερο.
 
 
Περνώντας έξω από το πανεπιστήμιο John Cabot, παρατηρεί ένα όμορφο βεραντάκι με μεγάλες ομπρέλες και σκέφτεται πόσο τυχεροί είναι οι φοιτητές που θα έχουν την ευκαιρία να διαβάζουν και να κάνουν τις εργασίες τους εκεί...
Βγάζει μια φωτογραφία και σε λίγα μέτρα φτάνει στην είσοδο της Villa Farnesina. Της φάνηκε πως είδε μέσα στον κήπο τον περαστικό με τα ασυνήθιστα ρούχα, αλλά δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία.
‘Εβγαλε το εισιτήριό της και πέρασε στη μεγαλόπρεπη Αίθουσα της Γαλάτειας. Τα χρώματα στην οροφή και στους τοίχους της αίθουσας, την έκαναν να ντραπεί, που είχε πινέλα μέσα στο σακίδιό της...
‘Εμεινε εκεί σιωπηλή να τα χαζεύει και μετά προχώρησε στη Στοά του ‘Ερωτα και της Ψυχής. Σ’εκείνον τον χώρο, που είχε διακοσμήσει με τις ζωγραφιές του, ο Ραφαήλ και οι μαθητές του, η Νάντια σκέφτηκε ότι έπρεπε να πετάξει τα πινέλα της. Ναι, είχε δίκιο ο περαστικός. Η ζωγραφική δε θέλει βιασύνη. Εκείνη, όμως, βιαζόταν πάντα. Σε όλα.
«Είχα δίκιο, λοιπόν;» άκουσε μια οικεία φωνή μέσα στο αυτί της.
Γύρισε ξαφνιασμένη και είδε πάλι εκείνον τον τύπο.
«Μα με ακολουθείτε;» τον ρώτησε κάπως ενοχλημένη η Νάντια.
«Όχι, εσύ θα με ακολουθήσεις, αλλά μόνο αν δε βιάζεσαι. Τα πινέλα σου να μην τα πετάξεις. Να μη βιάζεσαι! ‘Αστα να σε «πετάξουν» αυτά. Θα τα καταφέρεις, αν έχεις υπομονή» της είπε.
«Μα ποιος είστε και μου τα λέτε όλα αυτά; Πώς σας λένε;» τον ρώτησε η Νάντια.
«Με φωνάζουν Ραφαέλο...» της απάντησε ο μυστηριώδης περαστικός.
 
 
 
Στοά του 'Ερωτα και της Ψυχής
Αίθουσα της Γαλάτειας